τρομός

τρομός
Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που εκδηλώνεται και κατά την ανάπαυση και σε αυτόν που εκδηλώνεται κατά τις κινήσεις. Οι τ. μπορούν να διακριθούν σε διάφορους τύπους. Οι φυσιολογικοί παρουσιάζονται σε παροξυσμούς και οφείλονται στο ψύχος ή σε ειδικές συγκινησιακές καταστάσεις (θυμός κ.ά.). Οι κληρονομικοί ή ιδιοπαθείς τ. εμφανίζονται σε άτομα ορισμένων οικογενειών, ιδίως άνδρες μεταξύ των 40 και 50 ετών, καθώς και σε άτομα με αρτηριακή υπέρταση. Ο γεροντικός τ. συναντάται σε άτομα προχωρημένης ηλικίας. Τ. προκαλούν και οργανικά νοσήματα του νευρικού συστήματος, όπως ο τ. της νόσου του Πάρκινσον. Τ. προκαλούν και ενδοκρινικά νοσήματα (επιληψία κ.ά.).
* * *
-ή, -όν, Α
1. αυτός που τρέμει
2. (κατ' επέκτ.) ασταθής.
επίρρ...
τρομῶς Α
με τρεμούλιασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος, με καταβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρόμος — trembling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …   Dictionary of Greek

  • τρόμος — ο 1. ρίγος, τρεμούλιασμα, τούρτουρο: Τρόμος των χεριών. 2. υπερβολικός ή ξαφνικός φόβος, τρομάρα: Μ έπιασε τρόμος στο αεροπλάνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρομόν — τρομός trembling masc acc sg τρομός trembling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμω — τρόμος trembling masc nom/voc/acc dual τρόμος trembling masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμοι — τρόμος trembling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμοις — τρόμος trembling masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμοισι — τρόμος trembling masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμον — τρόμος trembling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμου — τρόμος trembling masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”